τοσουλάκης, ο, -άκι

τοσουλάκης, ο, -άκι
το
(θηλ. δεν έχει)
1. τόσο πολύ μικρός, τόσος δα: Ο γιος του ήταν τοσουλάκης.
2. το ουδ. ως ουσ., τοσουλάκι, το κάτι το ελάχιστο, το πολύ μικρό: Το τοσουλάκι το κάνει τόσο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”